πεπραδίλη

πεπραδίλη
ἡ, Α
1. πορδή
2. στον πληθ. πεπραδῑλαι
(κατά τον Ησύχ.) είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα πραδ- τού πέρδομαι*, με διπλασιασμό πε- και επίθημα -ίλη (πρβλ. παστ-ίλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πραδίλη — ἡ, Α πεπραδίλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα πραδ τού πέρδομαι* + επίθημα ίλη (πρβλ. παστ ίλη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”